- καλλίβολος
- καλλί-βολος, ὁ, name of aA throw at dice, Poll. 7.204.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλλίβολος — καλλίβολος, ὁ (Α) καλή βολή, επιτυχημένο ρίξιμο τού ζαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακρό βολος, αστρό βολος] … Dictionary of Greek
καλλίβολος — throw at dice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek